ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΑΡΦΑΡΩΝ

~Μονή Προφήτου Ηλία Αρφαρών Μεσσηνίας 19/07/2016 : https://youtu.be/mEKyRdgCM98 .-

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ *

~* Τρίτη, 1 Σεπτέμβριος 2009
* Ο Πυθαγόρας στο πυθάρι!!
Πίστη και Θεολογία
..
1.Υπάρχουν αλήθειες που ο άνθρωπος γνωρίζει,
αλλά και αλήθειες ''εξ αποκαλύψεως''.
..
2.Τα δύο αυτά είδη αλήθειας δεν είναι απλώς αναγώγιμα το ένα στο άλλο.
..
3.Πίστη και Θεολογία δεν λέγουν απλά,
μέσω συμβόλων και αισθητικών εικόνων,
το ίδιο με αυτό που εκφράζει η λογική και η επιστήμη,
πιο καθαρά με εννοιολογικά επιχειρήματα, (Αβερόης,Χέγκελ).
..
4.Η 'Λογική' δεν είναι μία 'πόρνη' (Λούθηρος),
αλλά είναι η φυσική ικανότητα του ανθρώπου
να αντιλαμβάνεται τον πραγματικό κόσμο.
..
5.Εφόσον Πραγματικότητα και Αλήθεια,
μολονότι ουσιαστικά ανεξάντλητες,
είναι βασικά ένα,
Πίστη και Λογική δεν μπορούν σε τελευταία ανάλυση να αντιφάσκουν.
..
(Προσπάθεια εναρμόνισης αυτού που γνωρίζω με αυτό που πιστεύω)
..
Αγιος Γεώργιος !
~* stamos-dynami είπε...
Συμφωνώ ..! Τιμιότης σημαίνει , αλήθεια στη σκέψη , αλήθεια στα λόγια , αλήθεια στα έργα !!
Και Αγάπη πρώτα στο Θεό μας , έπειτα στον εαυτόν μας και τέλος στον εχθρό μας ! Κι ΄ αν περισεύει αγάπη ...στα ζώα και τα φυτά μας ! Σταμάτης
~* http://arfara-messinia-stamos.blogspot.com/ /
~* http://snsarfara.blogspot.com/ ,
~ http://snsstamkal.blogspot.com/ ,
~* http://sdentist.spaces.live.com/guestbook/
1 Σεπτέμβριος 2009 9:14 πμ
~* Σοφία
Απαντάται για πρώτη φορά στην Ιλιάδα (0-412) :
''...που με την ορμηνία της Αθηνάς κατέχει καλά την τέχνη του όλη...''
..
Η αρχική λοιπόν σημασία της λέξης δηλώνει την ΓΝΩΣΗ και την τέλεια ΚΑΤΟΧΗ οποιασδήποτε τέχνης.
..
Κατά τον Ησύχιο σήμαινε την τέχνη των μουσικών
και των ποιητών.
Αργότερα,διευρύνθηκε η σημασία της και δήλωνε :
την βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων και
την υψηλού επιπέδου ικανότητα αντιμετώπισης και διευθέτησης των προβλημάτων της ζωής.
..
Δεν είναι προ'ι'όν μάθησης αλλά γνώση πηγαία που αναβρύζει από την πνευματικότητα του κατόχου της.
"ΣΟΦΟΣ Ο ΠΟΛΛΑ ΕΙΔΩΣ" λέει ο Πίνδαρος
..
~* Θωμισμός ΅:
1.Η επιστήμη,η φιλοσοφία,η ποίηση και ο μυστικισμός

αποτελούν μερικούς από τους καθιερωμένους τρόπους

γνώσης της πραγματικότητας.

2.Το πρόσωπο υπερβαίνει την πολιτική κοινότητα.

3.Ο φυσικός νόμος εκφράζει όχι μόνο αυτό που είναι φυσικό

στον κόσμο αλλά και αυτό που είναι εκ φύσεως γνωστό στα

ανθρώπινα όντα.

4.Η ηθική φιλοσοφία πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και

άλλους κλάδους της ανθρώπινης γνώσης.

5.Άνθρωποι που έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις πρέπει

να συνεργάζονται για τη δημιουργία και τη διαφύλαξη ωφέλιμων

πολιτικών θεσμών.-
Λέμε οχι στην παιδαιραστία !
~* Η Λογική του Αριστοτέλη :
Φιλοσοφία για τον Αριστοτέλη είναι η γνώση η ίδια.

Η ΓΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ.

Αυτή τη γνώση που μας δίνει ο στοχασμός πάνω στην πραγματικότητα.

Στο κέντρο της είναι το ανθρώπινο λογικό σαν η ανώτατη πραγματικότητα.



Τι είναι ΟΝ ;

Ποιές είναι οι αρχικές αφορμές ;

Ποιά είναι τα αρχικά αίτια που κάνουν να υπάρχουν τα όντα ;

Τι σημαίνουν οι έννοιες,ΟΝ,ΟΥΣΙΑ,ΑΡΧΗ,ΑΙΤΙΑ ;
~* ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ :
Εικονίζει τον ελεύθερο,τον υγιή,τον ακέραιο άνθρωπο,
τον απαλλαγμένο από τα δεσμά του και από τις δυσμορφίες του.

ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΟ ΡΟΜΑΝΘΕΡΟ :
Ο άνθρωπος παραδίδεται από ένστικτο,με χαρά,στον έρωτα και στον θάνατο.
Έρωτα σε κάτι που θεωρεί ανώτερο του,σε ένα ιδανικό,σε ένα ιδεώδες.
Πραγματώνει την πιο βαθιά του φύση,εκείνη τη φύση που καταπιέζουν και
απωθούν οι απαγορεύσεις της πολιτισμένης κοινωνίας.
Βαδίζουμε μαζί του τρικλίζοντας,στον δρόμο που οδηγεί στην εκούσια
απώλεια της ελευθερίας,σε μια φυλακή,και από εκεί στο ικρίωμα.


Ποιήση με την δική της λογική,την οποία το λογικό,ο ορθός λόγος,
δεν αναγνωρίζει.
Ο άνθρωπος αποκτά καλύτερα συνείδηση του συστήματος που
προσιδιάζει στον 'λόγο',όταν η ποίηση πηγάζει από την έμπνευση.

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ :
Χαμένος μέσα στις χαώδεις μητροπόλεις,αισθάνεται τόσο πιο πολύ
μόνος όσο περισσότερο το πλήθος υποσκάπτει και τελικά καταργεί
την ταυτότητα του,ενώ τα κτίρια ξύνουν και τελικά καταργούν
τον ουρανό.

ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΓΚΝΑΘΙΟ ΣΑΝΤΣΕΘ ΜΕΧΙΑΣ :
Ο λυρισμός καταφεύγει στις πρωταρχικές πηγές του,
την ενδοσκόπηση και τον διάλογισμό,
για να συναντήσει τελικά το δράμα.
Και αυτό επειδή ο κόσμος μας είναι ο τραγικός τόπος όλων των
συγκρούσεων.
Και επειδή το δράμα δεν καταφεύγει στην πρωταρχική του πηγή,
τον τρόμο μας,αλλά τα νερά του δικού του ποταμού ανακατεύονται
κατά τον ρου,καθώς δέχονται τον χείμαρρο του λυρισμού.


http://www.e-grammes.gr/article.php?id=3329

http://www.angelfire.com/ma/platon/lorca.html

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ .-
~* Άη Γιώργης : Ο Πρόμαχος της Ύπαρξης :
Υπάρχω ,

- έχω μία πραγματικότητα,

- ανεξάρτητα από τη γνώση,

- μέσα από την εμπειρία,

- στη φύση της ύπαρξης,

- στο 'μη-δέν' ως κατάφαση της άρνησης,

- σε αντίθεση προς τις αφαιρέσεις,

- σε αντίθεση προς τις θεωρίες,

- ως κατηγορούμενο μίας τάξης.
Αναρτήθηκε από alexandros sfakianakis .-

~* Σοφία
Απαντάται για πρώτη φορά στην Ιλιάδα (0-412) :
''...που με την ορμηνία της Αθηνάς κατέχει καλά την τέχνη του όλη...''
..
Η αρχική λοιπόν σημασία της λέξης δηλώνει την ΓΝΩΣΗ και την τέλεια ΚΑΤΟΧΗ οποιασδήποτε τέχνης.
..
Κατά τον Ησύχιο σήμαινε την τέχνη των μουσικών
και των ποιητών.
Αργότερα, διευρύνθηκε η σημασία της και δήλωνε :
την βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων και
την υψηλού επιπέδου ικανότητα αντιμετώπισης και διευθέτησης των προβλημάτων της ζωής.
..
Δεν είναι προ'ι'όν μάθησης αλλά γνώση πηγαία που αναβρύζει από την πνευματικότητα του κατόχου της.
"ΣΟΦΟΣ Ο ΠΟΛΛΑ ΕΙΔΩΣ" λέει ο Πίνδαρος .-
~* Διογένης ο Κυνικός :
Σοφία
Απαντάται για πρώτη φορά στην Ιλιάδα (0-412) :
''...που με την ορμηνία της Αθηνάς κατέχει καλά την τέχνη του όλη...''
..
Η αρχική λοιπόν σημασία της λέξης δηλώνει την ΓΝΩΣΗ και την τέλεια ΚΑΤΟΧΗ οποιασδήποτε τέχνης.
..
Κατά τον Ησύχιο σήμαινε την τέχνη των μουσικών
και των ποιητών.
Αργότερα, διευρύνθηκε η σημασία της και δήλωνε :
την βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων και
την υψηλού επιπέδου ικανότητα αντιμετώπισης και διευθέτησης των προβλημάτων της ζωής.
..
Δεν είναι προ'ι'όν μάθησης αλλά γνώση πηγαία που αναβρύζει από την πνευματικότητα του κατόχου της.
"ΣΟΦΟΣ Ο ΠΟΛΛΑ ΕΙΔΩΣ" λέει ο Πίνδαρος
Το δελφίνι !!

~ Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και δραματουργούς σε παγκόσμια κλίμακα. Γεννήθηκε στο Φουέντε Βακέρος, στην Γρανάδα της Ισπανίας, στις 5 Ιουνίου 1898 και εκτελέσθηκε κοντά στην Γρανάδα από τους Εθνικιστές στις πρώτες φάσεις του εμφυλίου πολέμου, στις 19 Αυγούστου 1936.
Τα μεγαλύτερα ποιητικά του έργα είναι το «Ποίημα για το Τραγούδι του Βαθύ-καημού» (Poema del Cante Jondo) που γράφηκε την περίοδο 1921 - 1922, οι «Τσιγγάνικες Μπαλάντες» (Romancero Gitano) που γράφηκε την περίοδο 1924 - 1927, και ο «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» (Llanto por Ignacio Sanchez Mejias) που γράφηκε το 1935.
Όλα τους αποτελούν έκφανση της λαϊκής ψυχής και της φορτισμένης ατμόσφαιρας της Ανδαλουσίας του φλαμένκο, των ελαιώνων και των ταυρομαχιών. Είναι ανάμικτα με αρχέγονα χθόνια στοιχεία, πάθος, φανταστικούς μύθους, εσωτερικό ρυθμό, προσωπική αγωνία και γλωσσική δεξιοτεχνία, παραμέτρους που κι αυτές εκπηγάζουν από βαθύτερα σκοτεινά ρεύματα του duende (ντουέντε) του ποιητή, του αρχέτυπου Σωκρατικού δαιμόνιου, της θείας αυτής μανίας, της ιερής δύναμης αποκάλυψης της φύσεως των πραγμάτων. Σε πολλά από τα ανδαλουσιάνικα ποιήματα του Λόρκα είναι εμφανές ένα υπόβαθρο θρησκευτικότητας μέσα από τις βιβλικές αναφορές, την χριστιανική εικονογραφία και τη μοναδική ατμόσφαιρα κατάνυξης που επικρατεί στην Ανδαλουσία κατά την διάρκεια της εβδομάδας των Παθών, όπως για παράδειγμα το μικρό ευλαβικό ποίημά του το «Πέρασμα», που αναφέρεται στην περιφορά δίκην επιταφίου του αγάλματος της Παναγίας στη Σεβίλλη κατά την Μεγάλη Εβδομάδα.
Σε ολόκληρο το έργο του ο θάνατος πλανάται επίμονα. Ένας ισπανικός θάνατος αλλοιώτικος από τους άλλους. Γιατί σύμφωνα με τον ίδιο τον ποιητή, στη διάλεξή του το 1933 για την «Πρακτική και Θεωρία του duende»: «Σε όλες τις χώρες ο θάνατος είναι το τέλος. Όταν έρχεται, οι κουρτίνες κλείνουν. Όχι όμως στην Ισπανία... Εκεί ο νεκρός είναι περισσότερο ζωντανός απ’ ότι ένας νεκρός οπουδήποτε αλλού στον κόσμο». Τί είναι όμως duende; Μια προσέγγιση του απροσδιόριστου αυτού και σκοτεινού δαίμονα έδωσε το 1922 ο μεγάλος τσιγγάνος τραγουδιστής (cantaor) του φλαμένκο Μανουέλ Τόρρε: «Ότι έχει μαύρους ήχους έχει ντουέντε».
Στην εξέλιξη της ποιητικής του πορείας, σημαντικά θεωρούνται τα σουρεαλιστικά ποιήματα της συλλογής «Ποιητής στη Νέα Υόρκη» (Poeta en Nueva York) που γράφηκαν με βάση τις εκεί εμπειρίες του (1929-1930) και ολοκληρώθηκαν το 1933.
Ο τίτλος της συλλογής επιλέχθηκε για να ηχεί παράδοξος, αν σκεφθεί κανείς την εντύπωση που απεκόμισε ο ποιητής για τη Νέα Υόρκη: «Το εντυπωσιακό για το κρύο και τη σκληρότητα είναι η Wall Street. Σε κανένα μέρος του κόσμου δε νιώθεται όπως εκεί η ολική απουσία του πνεύματος, η περιφρόνηση της καθαρής επιστήμης και ο δαιμονιακός σεβασμός του παρόντος».
Με την τελευταία συλλογή του, που ολοκληρώθηκε λίγο πριν από τον απρόσμενο και βίαιο θάνατό του, με τίτλο «Συλλογή του Ταμαρίτ» (Divan del Tamarit) που γράφηκε την περίοδο 1934 - 1936, επανέρχεται στον πρώτο ποιητικό του εαυτό της γνωστής ανδαλουσιανής ατμόσφαιρας, με τα αραβικής τεχνοτροπίας στιχουργήματα (γαζέλες και κασίντας), μία ποίηση αραμπέσκ γύρω από τον έρωτα και το θάνατο. Τα ποιήματα αυτά είναι εμπνευσμένα από την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Γρανάδα στην οποία οφείλει την «αισθητική του ελάχιστου», την αγάπη του για τα μικρά πράγματα και τη φροντίδα για τη λεπτομέρεια.
Τα δύο τελευταία ποιητικά του έργα, η «Συλλογή του Ταμαρίτ» και ο «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας», αποτελούν ταυτόχρονα και μια μελαγχολική προφητεία για το επερχόμενο τέλος του.
Η δραματουργική του παραγωγή περιλαμβάνει τα πρώιμα ρομαντικά του έργα με κοινωνικές προεκτάσεις «Μαριάνα Πινέδα» (Mariana Pineda) το 1924 και «Η θαυμαστή μπαλωματού» (La zapatera prodigiosa) το 1930, και τις λαϊκές τραγωδίες «Ματωμένος Γάμος» (Bodas de sangre) το 1933, «Γιέρμα» (Yerma) το 1934, και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (La casa de Bernarda Alba) το 1936.
Η τελευταία τραγωδία αποτελεί μια αυστηρή κοινωνική κριτική της Ισπανίας των ημερών του, με θέμα την τυραννική μητέρα η οποία μέσα από μια άκαμπτη συμπεριφορά σεβασμού του συμβατικού κώδικα των κοινωνικών αξιών, επιβάλλει στις θυγατέρες της μια ζωή απομόνωσης και καταπίεσης της θηλυκής σεξουαλικότητας, με τραγικές συνέπειες. Οι δύο πρώτες, ο «Ματωμένος Γάμος» και η «Γιέρμα», είναι στην ουσία μείζονα ποιητικά δράματα γραμμένα στην ίδια ατμόσφαιρα της Ανδαλουσίας του τσιγγάνικου πάθους και των σκοτεινών χθόνιων και υπερφυσικών δυνάμεων που εκφράζονται μέσα από την γη, το αίμα, τον έρωτα, την γονιμότητα, τον θάνατο και την σελήνη.
Το μήνυμα του έργου του συνολικά το συνοψίζει με ποιητική σκληρότητα ο ίδιος ο Λόρκα: «δεν θέλω να σας δώσω μέλι γιατί δεν έχω, αλλά άμμο ή κώνειο ή αλμυρό νερό».-
* ~&*
~*Ωδή
Άϊ, άϊ, άϊ! Κάντε χόνδο των τσιγγάνων Τραγούδι του βαθύ-καημού Της σολεά της σιγκιρίγια της σαέτα Της πετενέρα, του ολέθρου, του χαμού
Τραγούδι σκοτεινού θανάτου Θρήνος του έρωτα και της κατάρας Χυμένου αίματος πικρού
Άϊ, άϊ, άϊ! Μεγάλε τροβαδούρε Μανουέλ Τόρρες Συλβέριο Φρανκονέττι, μαέστρο Χουάν Μπρέβα Νίνια των Πέϊνες Ντολόρες του ολοφυρμού Κάρμεν του κοντραμπάντο και των σεγκιντίλλιας Λόλα της ξενοιασιάς των ταυρομάχων Αμπαρώ περίκλειστη, του μοναστηριού
Άϊ, άϊ, άϊ! Τσιγγάνικες μπαλάντες της Ανδαλουσίας Μάλαγα Κόρντομπα Σεβίλλια Ο Γουαδαλκιβίρ των άστρων Αλάμπρα Σακρομόντε Αλμπαϊθίν Τα δυο ποτάμια της Γρανάδας Ο Ντάουρο και ο Χενίλ
Άϊ, άϊ, άϊ! Ληστές στο διάσελο της Κάμπρας Τσιγγάνοι του Μπεναμεχί Αντόνιο Τόρρες Ερεντιά ελ Καμπορίο Πεσμένος πύργος της Καθόρλα Ρόζα των Καμπορίος βιασμένη Τ’ ανέμου καβαλάρηδες Ονειροχαλκωματένιοι
Άϊ, άϊ, άϊ! Ευαγγελινή των Ρέγιες Αγία Ευλαλία Αθιγγάνων και Ρωμαίων Μοντόγια Σολεντάδ Σαγήνη Θάμαρ των σεφαρντίμ Εβραίων Άρπα του Δαυίδ βουβή
Άϊ, άϊ, άϊ! Γκαρθία Λόρκα της καρδιάς μας Οι στίχοι σου έγιναν τραγούδια Έγιναν θρόισμα, νάρδοι, λουλούδια
Γίναν του φεγγαριού πουλιά Πράσινο σε λατρεύω πράσινο Πράσινο φύλλο της ελιάς
Άϊ, άϊ, άϊ! Στις πέντε το απόγευμα Ανηφορίζει ο Ιγνάθιο Το θάνατό του για να συναντήσει Μην κλαίτε ταύροι του Γκισάντο Αραβικές γαζέλες του Ταμαρίτ Ο Πικραμένος είναι στο φεγγάρι Άϊ Φεντερίκο Πόσο υπέφερες σε τούτη τη ζωή
Χρίστος Γούδης
Πέρασμα
Παρθένα με το κρινολίνο, παρθένα εσύ της Μοναξιάς, σαν πελώριο ανοιγμένο κρίνο.
Μεσ’ στο καράβι σου των φώτων πας μεσ’ από την πλημμυρίδα της πόλης μας, ανάμεσ’ από φλαμένκο ταραγμένα κι απ’ αστέρια κρoυσταλλένια.
Παρθένα με το κρινολίνο, προχωρείς και πας μέσ’ από τον ποταμό του δρόμου, προς την μεριά της ακροθαλασσιάς!
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα απόδοση: Χρίστος Γούδης
Ο νεκρός ταυρομάχος
Το αποκορύφωμα της ποιητικής έκφρασης του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα αποτελεί αναμφισβήτητα η ελεγεία για τον χαμό του ταυρομάχου, ο «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας». Είναι η στιγμή της αλήθειας, του ποιητή και του ταυρομάχου. La hora de la verdad (η ώρα της αλήθειας) είναι η στιγμή που ο ταυρομάχος ετοιμάζεται να βυθίσει το ξίφος στον ταύρο. Βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο μέσα σε μια ατμόσφαιρα σιωπής θανάτου. Νιώθουν τις ανάσες ο ένας του άλλου. Το χτύπημα είναι καθοριστικό και για τους δυο. Αν είναι επιτυχές ο ταύρος θα καταρρεύσει. Αλλιώς ο ταυρομάχος θα βρεθεί καρφωμένος στα κέρατα του ταύρου.
Η ταυρομαχία δεν είναι άθλημα, είναι αγώνας ζωής και θανάτου. Έτσι ήτανε πάντα στην Ισπανία, έτσι είναι σήμερα, έτσι θα είναι αύριο. Είναι η ισπανική περιφρόνηση στο θάνατο. Είναι ζυμωμένη με το αίμα και το πνεύμα των Ισπανών. Έτσι μόνο μπορεί να εξηγήσει κανείς τη θέση που παίρνουν γι’ αυτήν διανοητές παγκόσμιας εμβέλειας όπως ο Jose Ortega y Gasset («υπάρχει μία περίπτωση όπου το αίμα δεν είναι απωθητικό: όταν αναβλύζει από το σβέρκο τού ταύρου τού σωστά καρφωμένου και χύνεται κι απ’ τις δυο πλευρές του. Κάτω απ' τον ήλιο, το πορφυρό του διαστίλβοντος υγρού συλλέγει μια ακτινοβολία που το μετουσιώνει σε πολύτιμο λίθο»). Η ταυρομαχία είναι ένα ζωντανό δρώμενο. Ο ταυρομάχος δεν είναι παρά ένας ηθοποιός που όμως αντιμετωπίζει πραγματικά γεγονότα. Αν η πλοκή του έργου εξελιχθεί σύμφωνα με τα προσδοκώμενα, το δρώμενο παραμένει θεατρικό και ο ταυρομάχος ένας κατακτητής της θηλυκής μεριάς της φύσης, καθώς πολύ συχνές είναι οι περιπτώσεις ταύτισης του ταύρου με το θηλυκό στοιχείο, όπως μαρτυρούν οι ακούσιες εκσπερματώσεις των ταυρομάχων την στιγμή που ο ταύρος πέφτει νεκρός χτυπημένος από το ξίφος τους. Αν τα πράγματα ξεφύγουν από τις ανθρώπινες προσδοκίες τότε το θέαμα μεταμορφώνεται σε ανθρώπινη τραγωδία θανάτου, όπου θύτης και θύμα αναστρέφουν ρόλους και η θυσία στους θεούς εξελίσσεται σε ανθρωποθυσία. Μια τραγωδία που την καλύπτει η βουβή και απόλυτη σιωπή της αρένας.
Ένας ταυρομάχος νεκρός στην Ισπανία. Που σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Λόρκα «είναι η μοναδική χώρα όπου ο θάνατος αποτελεί εθνικό θέαμα». Μια χώρα για την οποία «η ταυρομαχία είναι το μόνο σοβαρό πράγμα που μένει σ’ αυτόν τον κόσμο, ταυρομαχία: ιερός ρυθμός των πιο καθαρών μαθηματικών, ταυρομαχία: πειθαρχία και τελειότητα. Σ’ αυτήν το κάθε τι είναι μετρημένο μέχρι και η αγωνία και ο θάνατος ο ίδιος». Αυτά ήταν τα λόγια με τα οποία παρουσίασε ο ποιητής στο κοινό της Νέας Υόρκης το 1930, τον αγαπημένο του φίλο και δημοφιλέστερο ταυρομάχο της Ισπανίας, τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας. Λίγα χρόνια μετά (1934) ο Ιγνάθιο έβαψε με το αίμα του την αρένα.
Όμως η ήττα και ο θάνατος καταξιώνει τον άξιο. Κάνει το μεγαλείο του να φανεί πιο καθαρά και το όνομά του να επιζήσει σε βάθος χρόνου. Ιδιαίτερα όταν υμνηθεί ή κλαφτεί όπως συνέβη με τον Ιγνάθιο, μέσα από ένα ποίημα που θεωρείται από τα καλύτερα της ευρωπαϊκής ποίησης όλων των εποχών, για πολλούς το καλύτερο. Και που κατά ειρωνική συγκυρία προοιωνίζει και αναφέρεται στον τραγικό θάνατο του ίδιου του ποιητή αμέσως μετά. Η ατμόσφαιρα της απειλής και του θανάτου που πλανάται σ’ ολόκληρο το έργο του Λόρκα κρυσταλλοποιείται κατά τρόπο καθοριστικό στο «Θρήνο για τον Ιγνάθιο», θρήνο και συνάμα ύμνο και δοξολογία στο θάνατο και στον άνθρωπο που με τον δικό του τρόπο στάθηκε όρθιος μέχρι τέλους αψηφώντας τον, όπως αρμόζει στους άντρες, και παράλληλα τονίζοντας για μια ακόμη φορά ότι, στο σύγχρονο κόσμο μας η ήττα μπορεί να είναι το ίδιο ή και περισσότερο ηρωική απ’ ότι η νίκη.
Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μέχιας
Το χτύπημα του ταύρου και ο θάνατος
Στις πέντε το απόγευμα. Ήτανε πέντε ακριβώς το απόγευμα. Ένα αγόρι έφερε το άσπρο νεκροσέντονο στις πέντε το απόγευμα. Ένα πανέρι με ασβέστη έτοιμο κιόλας στις πέντε το απόγευμα. Όλα τ’ άλλα ήτανε θάνατος και μόνο θάνατος στις πέντε το απόγευμα.
Ο άνεμος φύσηξε τα μπαμπάκια μακρυά στις πέντε το απόγευμα. Και το οξείδιο, νικέλιο σκόρπισε και κρύσταλλο στις πέντε το απόγευμα. Άρχισαν να παλεύουνε το περιστέρι με την λεοπάρδαλη στις πέντε το απόγευμα. Κι ένας μηρός μ’ ένα απελπισμένο κέρατο στις πέντε το απόγευμα. Αρχίσανε οι ήχοι των σημάντρων στις πέντε το απόγευμα.
Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός στις πέντε το απόγευμα. Στις γωνιές του δρόμου παρέες σιωπής στις πέντε το απόγευμα. Κι ο ταύρος μόνος του αγέρωχος! στις πέντε το απόγευμα. Όταν άρχισε ο κρύος του χιονιού ιδρώτας στις πέντε το απόγευμα, όταν καλύφθηκε η αρένα με ιώδιο στις πέντε το απόγευμα, ο θάνατος απόθεσε αυγά μέσα στο τραύμα στις πέντε το απόγευμα. Στις πέντε το απόγευμα. Στις πέντε ακριβώς το απόγευμα.
Φέρετρο με ροδάκια είναι το κρεββάτι στις πέντε το απόγευμα. Οστά και φλάουτα ηχούνε μες τ’ αυτιά του στις πέντε το απόγευμα. Ο ταύρος ξεφυσούσε κιόλας καταπρόσωπο στις πέντε το απόγευμα. Ο θάλαμος ιρίδιζε από την αγωνία στις πέντε το απόγευμα. Από μακρυά νάτη πλησιάζει η γάγγραινα στις πέντε το απόγευμα. Σάλπιγγα κρίνου για τους πράσινους βουβώνες στις πέντε το απόγευμα.
Σαν ήλιοι καίγαν οι λαβωματιές στις πέντε το απόγευμα, και τα παράθυρα έσπαζε το πλήθος στις πέντε το απόγευμα. Στις πέντε το απόγευμα. Αχ τί φοβερές εκείνες οι πέντε το απόγευμα! Ήτανε πέντε η ώρα σ’ όλα τα ρολόγια! Ήτανε πέντε η ώρα στην σκιά του απογεύματος!
Το χυμένο αίμα
Δεν θέλω να το δω! Πείτε της σελήνης να φανεί γιατί δεν θέλω το αίμα ν’ αντικρύσω του Ιγνάθιο χυμένο στην αρένα.
Δεν θέλω να το δω! Διάπλατα ανοιγμένη η σελήνη. Άλογο των ακίνητων νεφών, κι η γκρίζα αρένα του όνειρου με κλαίουσες ιτιές στις μπάρες.
Δεν θέλω να το δω! Γιατί η θύμησή μου καίγεται. Ειδοποιείστε και τα γιασεμιά με την ασπράδα τους την μικροκαμωμένη.
Δεν θέλω να το δω! Η αγελάδα του παληού του κόσμου έγλυφε με την θλιβερή της γλώσσα ένα μουσούδι όλο αίματα απ’ αυτά που πλημμυρίσανε την άμμο της αρένας,
κι οι ταύροι του Γκισάντο, όμοιοι με πέτρα και με θάνατο, μουγκάνιζαν και ξεφυσάγαν σαν δυό αιώνες κουρασμένοι απ’ το περπάτημα στη γης. Όχι. Δεν θέλω να το δω!
Τα σκαλοπάτια ανεβαίνει ο Ιγνάθιο τον χάρο κουβαλώντας τον στις πλάτες. Έψαχνε για το χάραμα μα χάραμα δεν ήρθε. Ζητά την όλο σιγουριά φιγούρα του μα τ’ όνειρο τον κάνει να την χάνει. Έψαχνε τ’ όμορφο κορμί του και βρήκε τ’ ανοιχτό του αίμα. Μη μου ζητάτε να το δω! Δεν θα ‘θελα τ’ ανάβλυσμα ν’ ακούσω κάθε φορά όλο και πιο ξεψυχισμένο, εκείνο το ανάβλυσμα που τις κερκίδες σαρώνει φωτερό και πιτσιλάει τα κοτλέ και τα δερμάτινα του διψασμένου πλήθους. Ποιός με φωνάζει να βγω έξω! Μη μου ζητάτε να το δω!
Δεν κλείσανε τα μάτια του όταν τα κέρατα ένοιωσε σιμά του, μα οι μανάδες ταραγμένες ανασηκώσαν το κεφάλι.
Και μες από τα εκτροφεία των βοδιών, αγέρας εσηκώθηκε γεμάτος μυστικές φωνές που σελαγούσαν τους ουράνιους τους ταύρους, βουκόλοι της ωχρής ομίχλης. Πρίγκηπας άλλος στη Σεβίλλη να συγκριθεί μαζί του δεν μπορούσε, ούτε σπαθί σαν το σπαθί του, ούτε καρδιά τόσο καθάρια. Σαν ποταμός από λιοντάρια η δύναμή του η θεσπέσια, και σαν μαρμάρινος κορμός η σύνεσή του η σμιλεμένη. Αέρας Ρώμης ανδαλουσιάνικης χρύσιζε το κεφάλι του, νάρδος ήταν το γέλιο του από αλάτι και σπιρτάδα. Τί μέγας ταυρομάχος στην αρένα! Τί ορεσίβιος σπουδαίος στα βουνά της σιέρας! Και με τα στάχυα τί λεπτός! Και τι σκληρός με τα σπηρούνια! Τί τρυφερός με την δροσοσταλίδα! Τί αστραφτερός στο πανηγύρι! Τί φοβερός με τις έσχατες μπαντερίλλιες του ερέβους!
Όμως τώρα κοιμάται ατέλειωτα. Τώρα η χλόη και τα βρύα ανοίγουνε με σταθερά τα δάχτυλα το άνθος του κρανίου του.
Και το αίμα του κυλάει τραγουδώντας: μέσ’ από βαλτοτόπια και λειβάδια, γλυστρώντας από κέρατα σκληρά, μετεωρίζεται χωρίς ψυχή μες στην ομίχλη, σκοντάφτοντας σε χίλιες δυό οπλές σαν μια μεγάλη, μαύρη, λυπημένη γλώσσα, που σχηματίζει μία λίμνη αγωνίας κοντά στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων. Ώ, λευκό τείχος της Σπάνιας! Ώ, μαύρε ταύρε του καημού! Ώ, αίμα παγωμένο του Ιγνάθιο! Ώ, αηδόνι εσύ στις φλέβες του! Όχι. Δεν θέλω να το δω!
Δεν υπάρχει κύπελλο να το κρατήσει, ούτε χελιδόνια να το πιούνε, ούτε πάχνη του φωτός να το παγώσει, ούτε τραγούδι ή πλημμύρα από κρίνα, ούτε κρύσταλλο να το καλύψει με ασήμι. Όχι. Δεν θέλω να το δω!
Σώμα παρόν
Η πέτρα είναι μέτωπο όπου στενάζουν τα όνειρα χωρίς νερά καμπυλωτά και παγωμένα κυπαρίσσια. Η πέτρα είν’ ώμος στιβαρός τον χρόνο να σηκώνει με δέντρα όλο δάκρυα, κορδέλες και πλανήτες.
Είδα τις γκρίζες τις βροχές να τρέχουν προς τα κύματα υψώνοντας τα τρυφερά διάτρητά τους χέρια, να μην τις πιάσει η πλατειά εκτεταμένη πέτρα που διασκορπά τα μέλη τους μα δεν ρουφά το αίμα.
Γιατί η πέτρα σπόρους και σύννεφα συνάζει και σκελετούς κορυδαλλών και λύκους στο λυκόφως, δίχως να βγάζει όμως αχό ή κρύσταλλα ή φωτιά, παρά αρένες μοναχά, αρένες αναρίθμητες, αρένες δίχως τείχη.
Στην πέτρα κείτ’ ο Ιγνάθιο ο καλογεννημένος. Τέλειωσε πιά. Μα τί συμβαίνει; Κοιτάχτε την μορφή του: ο θάνατος την κάλυψε με πελιδνό θειάφι και το κεφάλι τού βαλε ενός μαύρου μινωταύρου.
Τέλειωσε πιά. Ο υετός τού διαπερνά το στόμα. Αφήνει ο αγέρας σαν τρελός το βυθισμένο στήθος,
και βουτηγμένος ο Έρωτας σε δάκρυα από χιόνι, ζεσταίνεται στα υψηλά των ταύρων εκτροφεία.
Τί λένε; Μιά σιωπή γεμάτη οσμές απλώνεται παντού. Είμαστ’ εδώ μπροστά σ' ένα κορμί που σβήνει, μπροστά σε μιαν αστραφτερή μορφή που 'ταν γεμάτη αηδόνια και που την βλέπουμε εδώ μ’ άπατες τρύπες να γεμίζει.
Ποιός άγγιξε το σάβανο και θρόισε; Δεν είν’ αλήθεια αυτό που λέει! Εδώ κανείς δεν τραγουδά, κανείς δεν κλαίει στην γωνία, με τα σπηρούνια δεν κεντά, το φίδι δεν φοβίζει: εδώ τίποτε άλλο δεν επιθυμώ εκτός απ' τα ορθάνοιχτα τα μάτια το σώμα εκείνο για να δουν που ανάπαυση δεν θα μπορέσει να ‘βρει.
Εδώ θέλω άνδρες να ιδώ με την φωνή στεντόρεια. Που τιθασεύουν τ’ άλογα και κυβερνάνε τα ποτάμια: άνδρες που τρίζει ο σκελετός τους, άνδρες που τραγουδάνε με στόμα ολόγιομο με τσακμακόπετρες και ήλιο.
Εδώ θα ‘θελα να τους δω. Εδώ μπροστά στην πέτρα. Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα ηνία σπασμένα. Θα ‘θελα να μου δείχνανε κατά που είναι η έξοδος Γι’ αυτόν τον καπετάνιο εδώ απ' τον θάνατο δεμένο.
Θρήνο να μου μαθαίνανε όμοιο με ποτάμι πόχει ομίχλες αλαφριές κι όχθες απότομες βαθειές, να πάρει το κορμί του Ιγνάθιο για να χαθεί, να σβήσει δίχως το διπλοφύσημα του ταύρου να ακούσει.
Για να χαθεί στην στρογγυλή αρένα της σελήνης που, κάθε τόσο που είναι νιά, σαν ζώο ακίνητο λυπητερό φαντάζει. Για να χαθεί μες στη νυχτιά δίχως τραγούδι των ψαριών μες στου καπνού που πάγωσε την πάλλευκη συστάδα.
Δεν θέλω να καλύψουνε το πρόσωπό του με μαντήλια να συνηθίσει θα ‘θελα τον θάνατο που τόνε κουβαλά μαζί του. Φύγε, Ιγνάθιο: Μην τον ακούς τον καυτερό ανασαμό του ταύρου. Κοιμήσου, πέτα, ξεκουράσου: Ακόμα και η θάλασσα πεθαίνει!
Ψυχή απούσα
Δεν σε γνωρίζει ο ταύρος ούτε η συκιά, ούτε τ’ αλόγατα ή τα μερμήγκια του σπιτιού σου. Δεν σε γνωρίζει το αγόρι ούτε το δειλινό Γιατί έχεις πεθάνει πιά για πάντα.
Δεν σε γνωρίζει η πλάκα η πέτρινη που σε κοιτά, ούτε το μαύρο το μετάξι μέσα του που λυώνεις. Δεν σε γνωρίζει η μνήμη σου η σιωπηλή Γιατί έχεις πεθάνει πιά για πάντα.
Το φθινόπωρο θε να ‘ρθει με τα βούκινα, σταφύλια της ομίχλης και σμήνη τα βουνά, όμως κανείς δεν θα θελήσει να σε δει στα μάτια γιατί έχεις πεθάνει πιά για πάντα.
Γιατί έχεις πεθάνει πιά για πάντα, όπως όλοι οι πεθαμένοι αυτής της Γης, όπως όλοι οι νεκροί που λησμονιούνται μέσα σ' ένα σωρό σκυλιών που σβήσανε.
Δεν σε θυμάται πια κανένας. Όμως εγώ σε τραγουδώ. Γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν τραγουδώ για την κορμοστασιά σου και την χάρη σου.
Την φημισμένη ωριμότητα της γνώσης σου. Την δίψα σου για θάνατο και του δικού του στόματος την γεύση. Την λύπη που διακρίνονταν μέσα στην άλκιμη χαρά σου.
Καιρό θα πάρει για να γεννηθεί, αν γεννηθεί ποτέ, ένας τόσο περίλαμπρος ανδαλουσιάνος, με τόσες περιπέτειες γεμάτος. Την αίγλη του ύφους του υμνώ με λόγια που στενάζουν κι ανακαλώ στη μνήμη μου μιαν αύρα μελαγχολική μέσα στους ελαιώνες.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα απόδοση: Χρίστος Γούδης
Ποιητής στην Νέα Υόρκη
Περιπέτεια και Προφητεία
«Πιστεύω ότι θα επιστρέψω αύριο» έγραφε σε ένα πρόχειρο σημείωμα, που συνόδευε τα χειρόγραφα του έργου του «Ποιητής στη Νέα Υόρκη», ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στο μελλοντικό εκδότη του έργου Χοσέ Μπεργκαμίν, λίγο πριν από τελευταίο ταξίδι του στη Γρανάδα (στις 10 ή 12 Ιουλίου του 1936). Ο Λόρκα δεν επέστρεψε ποτέ. Εκτελέσθηκε στις 19 Αυγούστου του 1936. Τα χειρόγραφα φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό και το έργο γνώρισε δύο ταυτόχρονες εκδόσεις το 1940, μία στο Μεξικό (εκδόσεις Seneca) και μία δίγλωσση στην Νέα Υόρκη (εκδόσεις Norton). Οι μεταξύ τους διαφορές, κυρίως ως προς την συγκρότηση των ποιημάτων κάτω από συγκεκριμένες ενότητες, αποτέλεσε το έναυσμα μιας μακρόχρονης αντιπαράθεσης και αμφισβήτησης γύρω από το τι πραγματικά επιθυμούσε ο ποιητής και με ποιον τρόπο θα ταξινομούσε το «υλικό» του αν βρίσκονταν ακόμα στη ζωή. Κάτω από τον τίτλο αυτό θα συμπεριελάμβανε όλα τα ποιήματα που έγραψε στην Αμερική την ίδια εποχή ή θα εξέδιδε κάποια από αυτά σε ένα διαφορετικό, αυτόνομο ποιητικό έργο με τίτλο «Γη και Σελήνη», όπως διαφαινόταν από τα όσα έλεγε κατά καιρούς σε συνεντεύξεις του; Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό και θα παραμείνει αναπάντητο.
Όμως σε τίποτε δεν αλλάζει την ουσία της ποίησής του. Γιατί το ποιητικό έργο του Λόρκα που γράφτηκε κατά την παραμονή του στην Νέα Υόρκη (Ιούνιος 1929 - Μάρτιος 1930) αποτελεί σημείο καμπής στην πορεία του. Ο ποιητής του «πνεύματος της γης» ήρθε αντιμέτωπος με τα «δαιμόνια της πόλης». Τα προσδιόρισε, τα κατήγγειλε και τα αφόρισε. Και παράλληλα προφήτευσε, ειδικά για τη Νέα Υόρκη, αυτά που έμελλε να της συμβούν στις μέρες μας («Χορός του Θανάτου»). Και ενδεχομένως αυτά που θα συμβούν στο μέλλον. Κατά μία ειρωνική σύμπτωση τα σουρεαλιστικά και ακατανόητα ποιήματα του Λόρκα εκείνης της εποχής, με την διεύρυνση των νοημάτων που έφεραν τα χρόνια, αποδείχτηκαν τα πιο ρεαλιστικά και πιο προφητικά ποιήματα του καιρού μας.
Ο σκοτεινός έρωτας και η ιερότητα του «άλλου»
Προσωπική εσωτερική κρίση που άγγιζε τα όρια της κατάρρευσης και της αυτοκαταστροφής, βαθύτατο θρησκευτικό συναίσθημα και αυξημένη κοινωνική ευαισθησία είναι οι παράγοντες που διαμόρφωσαν το ψυχικό υπόστρωμα το οποίο δέχτηκε το κουλτουριστικό σοκ της επαφής του ποιητή των χρόνων της αθωότητας με τον γιγάντιο αμοραλιστικό μηχανισμό της «πόλης».
Ο Λόρκα φθάνει στη Νέα Υόρκη για να ξεφύγει από μια βαθιά ιδιόρρυθμη ερωτική απογοήτευση, έναν σκοτεινό «απαγορευμένο» έρωτα, που τον σημαδεύει υπαρξιακά. Τα επιγράμματα που χρησιμοποιεί για τις επιμέρους ενότητες του «Ποιητή στη Νέα Υόρκη» και τα οποία μικρή ή ουδεμία σχέση έχουν με το περιεχόμενο των ποιημάτων του, είναι χαρακτηριστικά της ψυχικής του κατάστασης («Μανία, χρώμα του έρωτα, έρωτα, χρώμα της λησμονιάς», του Λουΐς Θερνούδα, «ένα πουλί από χαρτί μέσα στο στήθος, μου τραγουδά πώς ο καιρός για τα φιλιά δεν έχει φτάσει», του Βιθέντε Αλεϊσάντρε). Την ερωτική του απογοήτευση (ιστορικά τεκμηριωμένη) συνοδεύει παράλληλα το αίσθημα του «προδομένου από τους φίλους του» (Νταλί και Μπουνιουέλ) τους οποίους θεωρεί ότι τον σατιρίζουν στην ταινία τους «Ανδαλουσιανός σκύλος».
Το βαθύ θρησκευτικό του συναίσθημα και η προσήλωσή του στον καθολικισμό φαίνεται από τα γράμματα που στέλνει από την Νέα Υόρκη στην οικογένειά του. «Παρακολούθησα λειτουργίες διαφόρων θρησκευμάτων και βγήκα από αυτές με έναν καινούργιο ενθουσιασμό για τον υπέροχα όμορφο και αξεπέραστο Ισπανικό Καθολικισμό. Τώρα μπορώ να καταλάβω πόσο θαυμαστά ένας Ανδαλουσιανός ιερέας ψάλλει τη θεία λειτουργία. Ο ισπανικός λαός έχει μία εσωτερική αίσθηση ομορφιάς και μία ανώτερη αίσθηση της παρουσίας του Θεού στον ναό. Τώρα μπορώ να αντιληφθώ την μοναδικότητα της ισπανικής θείας λειτουργίας, το πιο ένθερμο από όλα τα θεάματα. Η λατρεία της Παρθένου στην Ισπανία έχει τη δική της μοναδική ιδιοπροσωπία με υψηλή ποίηση και ωραιότητα». (Νέα Υόρκη, 14 Ιουλίου 1929). Αυτή άλλωστε η ανάγκη επαφής του με τον πνευματικά οικείο του καθολικισμό, σαν αντίδραση κατά του «ξένου» γι’ αυτόν προτεσταντισμού, τον κάνει να ολοκληρώσει κατά τους πρώτους μήνες της παραμονής του στη Νέα Υόρκη την «Ωδή στη Θεία Ευχαριστία» που είχε αρχίσει μερικά χρόνια νωρίτερα.
Η κοινωνική του ευαισθησία, ήδη γνωστή από τις «Τσιγγάνικες Μπαλάντες» που του προσέδωσαν το προσωνύμιο «ποιητής των Τσιγγάνων», τον φέρνει κοντά στους νέγρους της Αμερικής για τους οποίους έγραψε και τα πρώτα ποιήματά του (χρονολογικά) κατά την παραμονή του εκεί. «Παίρνω τους δρόμους και συναντώ τους νέγρους. Ότι κι αν λένε, αυτοί είναι το πιο λεπτό, το πιο πνευματικό στοιχείο στον κόσμο. Γιατί πιστεύουν, γιατί ελπίζουν και τραγουδούν, και γιατί έχουν μία θεσπέσια θρησκευτική ραθυμία που τους λυτρώνει από όλα τα επικίνδυνα άγχη της καθημερινότητας. Θέλοντας να ανακαλύψω τι σκέφτονταν οι νέγροι, τους παρακολούθησα να χορεύουν, γιατί ο χορός είναι ο μοναδικός, σπαρακτικός τρόπος που εκφράζουν τα αισθήματά τους και τον πόνο τους» (από την διάλεξη του Λόρκα την σχετική με το έργο του «Ποιητής στη Νέα Υόρκη» που δόθηκε στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 1932). Η προάσπιση της ετερότητας, του «άλλου», τον φέρνει κοντά στην στήριξη της «αξιοπρεπούς ομοφυλοφιλίας» όπως είναι φανερό στην «Ωδή για τον Ουόλτ Ουΐτμαν», αλλά και στην συνειδητοποίηση της παρουσίας και την ποιητική εκφορά των «άλλων συστημάτων» (πουλιών, εντόμων, κορμών δέντρων, νερού, άμμου, σελήνης) στην οποία οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος και το μεγαλείο του «Ποιητή στη Νέα Υόρκη».
Η κοινωνική αδικία, η χαμένη πίστη και ο σκοτεινός έρωτας αποτελούν τα κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση αυτού του έργου του οποίου η εξωτερική δομή αντανακλά την εσωτερική μελαγχολική συγκρότηση της ψυχής (persona) του ποιητή.
O ποιητής και η πόλις
Η «Έρημη Χώρα» του T.S. Eliot (από την οποία ο Λόρκα ενεπνεύσθη τον τίτλο «Γιέρμα» – Έρημη – για το γνωστό θεατρικό του έργο), το «Manhattan Tranfer» του John Dos Passos και η «Μητρόπολις» του Fritz Lang αποτέλεσαν αντίστοιχα το ποιητικό, λογοτεχνικό, και κινηματογραφικό υπόστρωμα της εποχής μέσα από το οποίο ο ποιητής προσέλαβε την Νέα Υόρκη. Για να καταλήξει στο ποιητικό του δημιούργημα (hecho poetico) μιας «συμφωνίας των θορύβων και της πολυπλοκότητας της πόλης» κατά την προσφιλή του έκφραση. Μιας πόλης που την χαρακτηρίζει η αδιαφορία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η υλιστική διαφθορά του έρωτα και της θρησκείας, η αλαζονική ανθρωποκεντρικότητα, η υποβάθμιση της φύσης και η αποξένωση των διακριτών κοινωνικών ομάδων. Μιας πόλης που δημιουργεί το αίσθημα της πνευματικής κενότητας και της μεταφυσικής μοναξιάς παρά το πολυάνθρωπο του πληθυσμού της ή ίσως λόγω ακριβώς αυτού. Μιας πόλης της οποίας οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι βρίσκουν αλληλέγγυο και υποστηρικτή τους τον ποιητή, που σαν Χριστός ξεχασμένος, απόβλητος ή προδομένος, προσφέρει μέσα από τα ποιήματά του, το σώμα του θυσία στα πλαίσια μιας «θείας κοινωνίας» για τη διάσωσή της.
Την διάσωση της πόλης, που τις μέρες της παρουσίας του εκεί ζει το χρηματιστηριακό κραχ του '29. «Πριν από μερικές μέρες είχα την ευχαρίστηση (ή την φρίκη) να δω την κατάρρευση του χρηματιστηρίου. Όπως ξέρετε το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είναι το χρηματιστήριο ολόκληρου του κόσμου. Το κραχ δεν σημαίνει τίποτε για τη διεθνή οικονομία. Ήταν όμως τρομερό. Δώδεκα δισεκατομμύρια δολλάρια χάθηκαν! Η όψη της Γουώλ Στρητ, για την οποία σας έχω ήδη μιλήσει (το κέντρο της παγκόσμιας τραπεζικής βιομηχανίας), ήταν απερίγραπτη. Ξόδεψα πάνω από επτά ώρες ανακατωμένος με το πλήθος όταν ο πανικός ήταν στο ζενίθ. Απλά δεν μπορούσα να φύγω. Όπου και αν κοίταζες υπήρχαν άνθρωποι που φώναζαν και διαπληκτίζονταν σαν τα ζώα, και γυναίκες που ολοφύρονταν. Ομάδες Εβραίων ούρλιαζαν και θρηνούσαν στις σκάλες και σε κάθε γωνία. Ήταν οι άνθρωποι που είχαν καταστραφεί μέσα σε μία νύχτα. Οι δρόμοι –τα φοβερά φαράγγια ανάμεσα στα κολοσσιαία κτίρια- ήταν γεμάτοι με υστερία και χάος, και δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί τον πόνο και την αγωνία του πλήθους. Φυσικά, όσο πιο πολύ κανείς πανικοβάλλονταν τόσο οι τιμές των μετοχών πέφτανε. Μέσα στο πλήθος, στα ουρλιαχτά και την αφόρητη υστερία, συνάντησα μία φίλη μου που ήρθε καταπάνω μου θρηνώντας γιατί είχε χάσει ότι είχε και δεν είχε, περίπου πενήντα χιλιάδες δολλάρια. Προσπάθησα να την παρηγορήσω όπως κάποιοι άλλοι φίλοι της. Η ίδια σκηνή παντού, άνθρωποι λιποθυμούσαν, αυτοκίνητα κορνάριζαν ασταμάτητα, τηλέφωνα χτυπούσαν. Δώδεκα δισεκατομμύρια δολλάρια χάθηκαν. Απλά απίστευτο.
Μόλις ξέφυγα απ’ αυτήν την κόλαση, ανακάλυψα ότι η κυκλοφορία στην Έκτη Λεωφόρο είχε διακοπεί. Ένας τραπεζίτης είχε πηδήξει από το παράθυρο του δωματίου του, από τον δέκατο έκτο όροφο του ξενοδοχείου Άστορ. Πλησίασα εκεί τη στιγμή που μετέφεραν το πτώμα του. Ήταν ένας πολύ ψηλός κοκκινομάλλης και το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι τα πελώρια κατάλευκα χέρια του απλωμένα στον γκρίζο τσιμεντοστρωμένο δρόμο. Αυτή η σκηνή μου έδωσε μιαν άλλη όψη του αμερικανικού πολιτισμού, και την βρήκα πολύ λογική. Δεν εννοώ ότι μου άρεσε. Αλλά την παρακολούθησα εν ψυχρώ, και χαίρομαι που υπήρξα αυτόπτης μάρτυς. Ήταν μία σκηνή τόσο φρικιαστική, σαν να βυθίζεται πλοίο, και υπήρχε μια παντελής απουσία Χριστιανισμού. Τους λυπόμουν όλους αυτούς τους ανθρώπους με τα στενά, περίκλειστα μυαλά τους, θύματα της τρομερής πίεσης και της ψυχρής υπολογιστικής χειραγώγησης δύο ή τριών τραπεζιτών που κατέχουν τον κόσμο» (από γράμμα του ποιητή στην οικογένειά του, την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου του 1929).
Η λυτρωτική προσφορά του ποιητή (που ονειρεύεται) στην πόλη (την χωρίς όνειρα) είναι η υπενθύμιση της παρουσίας της «ζώσας γης» κάτω από τις υλικές υποδομές, τα κτίρια, τα δίκτυα και τα πεζοδρόμια της. Είναι το «άλλο» που υπάρχει και περιμένει να πάρει την εκδίκησή του από τον αλαζονικό άνθρωπο ενός αμοραλιστικού τεχνοπολιτισμού. Γιατί στο τέλος αυτής της διαδρομής το φυσικό και το στοιχειώδες θα καταστρέψει το τεχνητό και το μηχανικό και τα σύμβολα αυτού του υποτιθέμενου πολιτισμού θα καταπέσουν κάτω από τα χτυπήματα των αδυνάτων. Θα είναι η εκδίκηση της Μητέρας Γης του Λόρκα, μιας μητέρας που ποτέ δεν μπόρεσε να αποχωρισθεί ο ποιητής. Κάτι που επεσήμανε από παλιά ο δικός μας Γιάννης Τσαρούχης όταν έγραφε: «Δεν είναι παράδοξο αν πούμε πώς ο Λόρκα είναι αδελφός του Πικάσο, του Νταλί και του Μιρό, που έμεινε στην πατρίδα για οικογενειακούς λόγους ή κάτι τέτοιο. Για να κοιτάξει, ίσως, τα άγονα και έρημα κτήματά τους. Έμεινε στο χωριό του για να νοιαστεί τα έρημα και τα δύσκολα. Ήταν φυσικό να πάει άδικα».
Χορός του θανάτου
Η μάσκα. Δείτε τη μάσκα. πώς έρχεται απ' την Αφρική στη Νέα Υόρκη.
Πάνε τα πιπερόδεντρα, και τα μικρά του φώφορου μπουμπούκια. Πάν’ οι καμήλες με τη ξεσκισμένη σάρκα και οι κοιλάδες του φωτός που ο κύκνος με το ράμφος του στα ύψη κουβαλούσε.
Ήταν η ώρα των πραγμάτων των ξερών: του αγκαθιού στο μάτι και του γάτου του φυλλωτού, της οξείδωσης του σίδερου των μεγάλων γεφυρών κι η οριστική σιωπή των φελλών.
Ήτανε η μεγάλη σύναξη των πεθαμένων ζώων των σουβλισμένων στα σπαθιά του φωτός. Η αιώνια ευθυμία του ιπποπόταμου με τις οπλές της στάχτης και της γαζέλας μ’ έναν αμάραντο μες στο λαιμό.
Στην μαραμένη χωρίς κύμα μοναξιά χόρευε η χαρακωμένη μάσκα. Το ένα μισό του κόσμου ήτανε από άμμο, τ' άλλο μισό από υδράργυρο και ήλιο κοιμισμένο.
Η μάσκα. Δείτε τη μάσκα! Άμμος, καϊμάν και φόβος πάνω απ’ τη Νέα Υόρκη.
Φαράγγια από ασβέστη φυλάκιζαν τον άδειο ουρανό όπου αντηχούσαν οι φωνές εκείνων που πεθαίνανε κάτω απ’ το γουανό. Ένας ουρανός καθάριος και αγνός, ταυτόσημος με τον εαυτό του, με το χνούδι και τον κρίνο τον οξύ των αόρατων βουνών του,
αποτέλειωσε τους πιο ισχνούς μίσχους του τραγουδιού και χάθηκε στην πακεταρισμένη πλημμυρίδα των χυμών, δια μέσου της ανάπαυσης των έσχατων κατατομών σηκώνοντας με την ουρά κομμάτια από καθρέφτη.
Κι ενώ ο Κινέζος έκλαιγε επάνω στη σκεπή χωρίς το γυμνό της γυναίκας του σώμα να βρει, κι ο μάνατζερ της τράπεζας παρατηρούσε το μανόμετρο που μετράει του χρήματος την σκληρή σιωπή, η μάσκα έφθανε στη Γουώλ Στρήτ.
Δεν είν' παράξενος για το χορό αυτός ο περιστερεώνας που κάνει το μάτι ωχρό. Απ' τη σφίγγα στα βόλτα της τράπεζας υπάρχει ένα νήμα τεντωμένο που διαπερνά, όλων των φτωχών παιδιών την καρδιά. Η πρωτόγονη ορμή χορεύει με τη μηχανική ορμή ανυποψίαστες κι οι δυο μες στη φρενίτιδά τους για το φως τ' αυθεντικό. Γιατί αν οι ρόδες τον τύπο τους ξεχάσουν θα μπορούν να χορεύουν γυμνές με αλόγων ορδές, κι αν μια φλόγα τα παγωμένα σχέδια κάψει ο ουρανός μπρος στην οχλοβοή των παραθύρων θα πρέπει να το σκάσει.
Το μέρος αυτό δεν είν’ παράξενο για το χορό. Πρέπει ξανά να το πω. Η μάσκα θα χορέψει ανάμεσα σε στήλες αίματος και αριθμών, ανάμεσα σε θύελλες χρυσού και οιμωγές ανέργων εργατών που θα ουρλιάζουν, νύχτα σκοτεινή, για τη δίχως φώτα δική σου εποχή. Ώ, βάρβαρη του Βορρά Αμερική! Ώ, αδιάντροπη! Ώ, βάρβαρη του Βορρά! Απλωμένη απ’ άκρου σ’ άκρο στις επάλξεις του χιονιά.
Η μάσκα. Δείτε τη μάσκα! Τι κύμα λάσπης και πυγολαμπίδων πάνω απ' τη Νέα Υόρκη.
Ήμουνα στην ταράτσα παλεύοντας με τη σελήνη. Σμήνη από παράθυρα κάνανε κόσκινο έναν απ' τους μηρούς της νύχτας. Στα μάτια μου πίναν οι αγελάδες οι γλυκές των ουρανών κι οι αύρες των μακρόσυρτων κουπιών χτύπαγαν τα σταχτιά κρυστάλλινα παράθυρα του Μπρόντγουαιη.
Η στάλα του αίματος αναζήταγε το φως από τον κρόκο τ' άστρου να καμωθεί πως ήτανε σπόρος νεκρός του μήλου. Ο αγέρας απ' τα πεδινά, σπρωγμένος από τους βοσκούς έτρεμε απ' το φόβο του σαν το μαλάκιο γυμνό δίχως το κέλυφός του.
Όμως δεν είναι οι νεκροί εκείνοι που χορεύουν. Ναι, είμαι σίγουρος γι αυτό. Είν' βυθισμένοι οι νεκροί στο σπάραγμα των ίδιων των χεριών τους. Είναι οι άλλοι που χορεύουν με τη μάσκα και τη βιόλα της. Είναι οι άλλοι, οι μέθυσοι του χρήματος, οι άνθρωποι οι ψυχροί, αυτοί που κοιμούνται στο σταυρό των μηρών και των σκληρών φλογών, αυτοί που το σκουλήκι ψάχνουνε στο τοπίο των σκαλιών αυτοί που στην τράπεζα πίνουνε δάκρυα πεθαμένου κοριτσιού αυτοί που τρώνε στις γωνιές πυραμιδάκια της αυγής.
Να μη χορέψει ο Πάπας! Όχι, να μη χορέψει ο Πάπας! Ούτε ο Βασιλιάς, Ούτε ο μεγιστάνας με τα μπλε τα δόντια, Ούτε οι χορεύτριες οι ξερές των καθεδρικών ναών, Ούτ' εργολάβοι ή τρελοί, σμαράγδια ή σοδομίτες. Μόνο αυτή η μάσκα. Αυτή η μάσκα του αρχαίου πυρετού της οστρακιάς Μόνο αυτή η μάσκα!
Κι οι κόμπρες να συρίζουνε στους έσχατους ορόφους Και οι τσουκνίδες να κουνάν ταράτσες και αυλές. Και το Χρηματιστήριο μια μουχλιασμένη πυραμίδα να γενεί. Και να ‘ρθει άγρια βλάστηση μετά τις καραμπίνες Και τώρα σύντομα και ξαφνικά, αμέσως τώρα. Αχ, Γουώλ Στρήτ!
Η μάσκα. Δείτε τη μάσκα! Πώς φτύνει δηλητήριο του δάσους μέσα στην ατελή αγωνία της Νέας Υόρκης!
Δεκέμβριος 1929 Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα απόδοση: Χρίστος Γούδης .-
*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου